- μεφίτις
- (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60-80 εκ., μαζί με την ουρά, η οποία μπορεί να φθάσει έως τα 30 εκ. Διακρίνεται για τις πλατιές ραχιαίες ταινίες της, οι οποίες ξεκινώντας από τον αυχένα και τους ώμους προχωρούν προς τα πλευρά μέχρι τη βάση της ουράς και είναι έντονα ευδιάκριτες επάνω στο μαύρο τρίχωμα· μία άλλη λευκή λωρίδα ξεκινάει από τη βάση του ρύγχους ανάμεσα στα μάτια και καταλήγει στο μέτωπο. Το κρανίο της ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σαρκοφάγα, εξαιτίας της ύπαρξης ενός μόνο γομφίου, με χαρακτηριστικό τετράγωνο σχήμα, σε κάθε πλευρά της άνω σιαγόνας και δύο γομφίους στην κάτω.
Είναι διαδεδομένη στη Βόρεια Αμερική, από τον Καναδά έως το βόρειο Μεξικό, όπου ονομάζεται σκανκ, και ζει σε ανοιχτές περιοχές διαφόρων ενδιαιτημάτων, όπως δάση, λιβάδια ή γεωργικές περιοχές· την ημέρα παραμένει κρυμμένη στη φωλιά της, ενώ τη νύχτα αναζητά την τροφή της, την οποία αποτελούν έντομα, μικρά θηλαστικά, ψάρια, καρκινοειδή, φύλλα, σπόρους και καρπούς που βρίσκονται στο έδαφος· γενικά, η διατροφή της ποικίλει ανάλογα με την εποχή του χρόνου και τη διαθεσιμότητα της τροφής. Η μ. γεννάει, συνήθως, 5-6 μικρά, ύστερα από μια περίοδο κύησης 60-77 ημερών, τα οποία κατά τη γέννησή τους είναι τυφλά και κουφά.
Η μ. είναι προικισμένη με αδένες κοντά στον πρωκτό, οι οποίοι εκτοξεύουν ένα δύσοσμο υγρό, που λειτουργεί ως αμυντικό όπλο. Το ζώο αυτό είναι περιζήτητο για την απαλή και πολύτιμη γούνα του, γι’ αυτό και υφίσταται αμείλικτο κυνήγι.
Το είδος περιλαμβάνει τέσσερα υποείδη, τα οποία διαφέρουν ως προς τον χρωματισμό του τριχώματός τους.
Η μεφίτις (mephitis mephitis), που ζει στα δάση και στα λιβάδια της Βόρειας Αμερικής, είναι περιζήτητη για την πολύτιμη γούνα της.
* * *ηζωολ. γένος ικτίδων, σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας mustelidae, τα οποία εκτοξεύουν δύσοσμο υγρό σε περιπτώσεις κινδύνου για προστασία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mephitis / mefitis].
Dictionary of Greek. 2013.